- ταξιθέτης
- οθηλ. ταξιθέτρια1. ταξινόμος.2. υπάλληλος που οδηγεί στις θέσεις τους θεατές δημόσιου θεάματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταξιθέτης — ο, θηλ. ταξιθέτρια και ταξιθέτρα Ν 1. αυτός που ταξινομεί κάτι 2. υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους σε δημόσιο θέαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξη / τάξις + θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειο θέτης] … Dictionary of Greek
ταξιθετώ — Ν [ταξιθέτης] 1. τοποθετώ στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, ταξινομώ 2. (σχετικά με χώρους δημόσιων θεαμάτων) είμαι ταξιθέτης … Dictionary of Greek
ταξιθεσία — η, Ν [ταξιθέτης] η εργασία ταξινόμησης εγγράφων, δελτίων, εικόνων για να διευκολύνεται η χρήση τους … Dictionary of Greek
ταξιθετώ — ταξιθέτησα, ταξιθετήθηκα, ταξιθετημένος 1. τοποθετώ στη σειρά, ταχτοποιώ, ταξινομώ: Ο ταχυδρόμος πρώτα ταξιθετεί τις επιστολές του. 2. είμαι ταξιθέτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)